- ἐπηχθισμένους
- ἐπί-ἀχθίζωloadperf part mp masc acc pl (attic epic doric ionic aeolic)ἐπί-ἐχθίζομαιincur odiumperf part mp masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επαχθίζομαι — ἐπαχθίζομαι (Α) [επαχθής] φορτώνομαι, φέρω βάρος («ὑποζυγίων τρόπον ἐπηχθισμένους», Φίλ.) … Dictionary of Greek